ἀπλανής

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπλανής Medium diacritics: ἀπλανής Low diacritics: απλανής Capitals: ΑΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: aplanḗs Transliteration B: aplanēs Transliteration C: aplanis Beta Code: a)planh/s

English (LSJ)

ἀπλανές,
A not wandering, steady, fixed, Pl.Plt. 288a, al.: c. gen., ἀπλανὲς ἀπηργάσατο ἐκείνων [κινήσεων] made it free from their influence, Id.Ti.34a.
2 Astron. of stars, fixed, opp. planets, ib. 40b, cf.Arist.Mete.343b9, Metaph.1073b10, Arat.461, AP9.25 (Leon.); ἡ ἀπλανὴς σφαῖρα Corp.Herm.2.6.
II of a line, straight, AP6.65 (Paul. Sil.).
III unwavering, θεωρία Epicur.Ep.3p.62U.
2 not erring, S.E.M7.195, Longin.2.2 (Sup.), etc. Adv. ἀπλανῶς = without going astray, Max.Tyr.5.2; accurately, Alciphr.3.59.

Spanish (DGE)

(ἀπλᾰνής) -ές
I 1fijo, estable, inmóvil de un vehículo εἶδος κτημάτων ... πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές una clase de posesiones mueble e inmueble Pl.Plt.288a
c. gen. ἀπλανὲς ἀπηργάσατο ἐκείνων (κινήσεων) (al mundo) lo constituyó fijo con respecto a aquellos (movimientos) Pl.Ti.34a.
2 astr. fijo, que no se mueve οὐρανός Eudem.65 (= Archyt.A 24), ἡ ἀ. σφαῖρα Corp.Herm.2.6
ἀπλανεῖς ἀστέρες = las estrellas fijas op. los planetas περὶ τῶν ἀ. tít. en Anaximand.A 2 (= Sud.), cf. A 11 (= Hippol.Haer.1.6), Parm.A 40 (= Arat.Comm.318.16), Emp.A 54 (= Placit.2.13.11), Democr.B 5.2, Arist.Mete.343b9, Metaph.1073b19, Arat.461, AP 9.25 (Leon.), Ph.2.500
τὰ ἀπλανῆ (ἄστρα) Plu.2.746a, τὰ μὲν ἀπλανέα τῶν ἄστρων = las estrellas fijas Aristarch.Sam. en Archim.Aren.1 (p.135).
3 que no se desvía, recto de la línea de un escrito AP 6.65 (Paul.Sil.), ὁδός del conocimiento, Ph.2.214.
II 1inconmovible, que no puede ser movido o alterado θεωρία Epicur.Ep.[4] 128, διάνοια Ph.2.545, μοῖρα Ph.1.534.
2 infalible τὸ πρὸς διάγνωσιν τοῦ ἀληθοῦς ἀπλανές S.E.M.7.195, ἄσκησις Longin.2.2
fig. de los ojos de Hera, Nonn.D.3.269, 9.133.
III adv. ἀπλανῶς
1 sin desviación Max.Tyr.34.2.
2 infaliblemente ἀ. εἰδέναι Alciphr.3.23.5.

German (Pape)

[Seite 292] ές, 1) nicht umherirrend, stetig, Gegensatz πολυπλανές Plat. Polit. 288 a; καὶ ἡσυχαῖος Legg. VI, 775 c; bes. Fixsterne, im Gegensatz der Planeten, Tim. 40 b; Arist.; Sp.; – ἀπλανέος (gerade) γραμμῆς ἡγεμὼν κανών P. Sil. 37 (VI, 65). – 2) ohne Irrtum, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fixe, stable ; τὰ ἀπλανῆ les étoiles fixes.
Étymologie: , πλανάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπλᾰνής:
1 не блуждающий, неподвижный (ἄστρα Plat., Arst.; ἀπλανεῖς ἀστέρες Plut.);
2 не отклоняющийся, прямой (γραμμή Anth.): ἀ. τινος Plat. не отклоняемый чем-л;
3 безошибочный, непогрешимый Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπλανής: -ές, ὁ μὴ πλανώμενος, σταθερός, ἑδραῖος, Πλάτ. Πολιτ. 288A, κ. ἀλλ.· μετὰ γεν., ἀπλανὲς ἀπειργάσατο κινήσεων, κατέστησεν αὐτὸ μὴ ὑποκείμενον εἰς κινήσεις, ὁ αὐτ. Τίμ. 34A 2) ἐν τῇ ἀστρονομ. ἐπὶ ἀστέρων, ἀπλανεῖς ἀστέρες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς πλανήτας, αὐτόθι 40B, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 11, Μεταφ. 11. 8, 10, Ἄρατ. 461, Ἀνθ. Π. 9. 25. ΙΙ. ἐπὶ γραμμῶν, εὐθεῖα, ἀπλανέος γραμμῆς ἡγεμὼν κανὼν Ἀνθ. Π. 6. 65. ΙΙΙ. ὁ μὴ πλανώμενος, ὁ μὴ σφαλλόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 7. 195, κτλ.: ― Ἐπίρρ. -νῶς, χωρὶς νὰ ἀποπλανηθῇ τις, Μάξ. Τύρ. 5. 2: ἀκριβῶς, μετ’ ἀκριβείας, Ἀλκίφρ. 3. 59.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀπλανής) πλανώμαι
1. αυτός που δεν κινείται, σταθερός
2. αστρον. (για αστέρια) αυτός που διατηρεί σταθερή θέση μέσα στο στερέωμα
μσν.
εκείνος που δεν πέφτει σε πλάνη, ο αλάνθαστος.

Greek Monotonic

ἀπλᾰνής: -ές,
I. αυτός που δεν πλανιέται, σταθερός, αμετακίνητος, σε Πλάτ.· λέγεται για τους αστέρες, σταθεροί, ακίνητοι, αντίθ. προς το πλανῆται, στον ίδ., σε Ανθ.
II. λέγεται για γραμμή, ευθεία, σε Ανθ.

Middle Liddell

I. not wandering, steady, fixed, Plat.:—of stars, fixed, opp. to πλανῆται, Plat., Anth.
II. of a line, straight, Anth.