ον,
A inevitable, Zeno Stoic.1.27, Ael.Fr.219.
ἀδιάδραστος: -ον, ὁ μὴ διαφεύγων, ἀσφαλής, βέβαιος· φυλάττειν ἀδ., Κλήμ. Ἀλ. 118. 2) ἀναπόφευκτος, ἄφυκτος, Ἀριστοκλῆς παρ’ Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 15. 14, ὁ αὐτ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 9. 8.