βέβαιος
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
βέβαιον (so always in Th., Pl.), also βεβαία, βέβαιον (v. infr.): (βαίνω):—
A firm, steady, κρύσταλλος Th.3.23; ὄχημα Pl.Phd. 85d (Comp.); γῆ βέβαιος = terra firma, Arr.An.2.21.5; steadfast, durable, ὁμιλία… πιστὴ καὶ βέβαιος S.Ph.71; ἀρετῆς βέβαιαι… αἱ κτήσεις μόνης Id.Fr.194; ψῆφος βεβαία E.El.1263; τὴν χάριν βέβαιον ἔχειν Th.1.32; οὐδέπω βέβαιος ἦν ἡ σωτηρία And.1.53; εἰρήνην βεβαίαν ἀγαγεῖν Isoc.4.173; φιλία βέβαιος Pl.Smp. 182c; βεβαίου τε καὶ καθαρᾶς ἡδονῆς γεύεσθαι Id.R. 586a; δόξαι καὶ πίστεις βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς Id.Ti.37b, etc.
b sure, certain, τέκμαρ A.Pr.456; ἄκεα Id.Eu.506 (lyr.); τοξεύματα S.Ant.1086; πύλας β. παρέχειν make safe, secure, Th.4.67; βεβαιότερος κίνδυνος a surer game, Id.3.39: Sup. βεβαιότατος Id.1.124; βέβαιόν ἐστί τινι ὅτι… D.H.3.35; τὰ παρ' ἀνθρώπων αὐτῷ β. ἦν ibid.; but β. παρέχειν τὰν ὠνάν confirm, guarantee, GDI1867, al. (Delph.); μένειν κυρίαν καὶ β.… συγχώρησιν BGU1058.47 (i B. C.).
2 of persons, etc., steadfast, constant, φίλος A.Pr.299 (Comp.), cf. Th.5.43, etc.: c. inf., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν more certain to make no change, Th.3.11.
3 τό βέβαιον = certainty, Hdt.7.50, cf. Pl.Phlb. 59c, etc.; but τό βέβαιον τῆς διανοίας = firmness, resolution, Th.2.89.
b security, guarantee, τὸ δημόσιον βέβαιον IG12.189.
II Adv. βεβαίως A.Ag.15; βεβαίως κλῃστόν Th.2.17; βεβαίως οἰκεῖσθαι Id.1.2; ἔχειν, γνῶναι, δημοκρατεῖσθαι, D.8.41, 39, 10.4: Comp. βεβαιότερον, οἰκεῖν Th.1.8; βεβαιοτέρως Isoc.8.60, Porph.Abst.1.11: Sup. βεβαιότατα Th.6.91.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): eol. βέβαος IG 12(2).30.9 (Mitilene I d.C.)
• Morfología: [tb. -ος, -α, -ον E.El.1263, Ep.Hebr.6.19]
I 1firme, seguro, sólido
a) de concr. κρύσταλλος ... οὐ β. Th.3.23, ὄχημα Pl.Phd.85d, γῆ β. tierra firme Arr.An.2.21.5, ὁπλίταις ... βεβαίους τὰς πύλας παρέσχον ofrecieron a los hoplitas las puertas seguras, e.e. garantizaron su uso seguro Th.4.67, ἄγκυρα ... ἀσφαλὴς καὶ βεβαία un ancla segura y firme, Ep.Hebr.l.c., τοξεύματα β. flechas certeras S.Ant.1086, τὸ γὰρ ἐς ἄνδρα οὐ βέβαιοι pues en lo tocante a la virilidad (los ejercicios gimnásticos) no la garantizan Philostr.Gym.29;
b) de abstr. τέκμαρ A.Pr.456, ἄκεα A.Eu.506, ἀρετῆς βέβαιαι ... αἱ κτήσεις S.Fr.201d, cf. Moschio Trag.9.6, ψήφου β. τ' ἐστὶν ... θέσις E.l.c., πλοῦτος E.Fr.354.3, ὄλβος E.Fr.303.2, νίκη Democr.B 176, χάρις Th.1.32, κίνδυνον ἡγησάμενοι βεβαιότερον Th.3.39, βέβαιον μὲν οὐδὲν εἰ μὴ τό τε καταθανεῖν Critias B 49, φιλία Pl.Smp.182c, 209c, ἡδονή Pl.R.586a, δόξαι καὶ πίστεις Pl.Ti.37b, cf. Arist.Metaph.1008a16, 1011b13, 1005b11, LXX 3Ma.5.31, 1Ep.Clem.1.2, εἰρήνη Isoc.4.173, τύχαι Theodect.16.3, σωτηρία And.Myst.53, πνεῦμα LXX Sap.7.23, ἐλπίς 2Ep.Cor.1.7, ἀρχή Ep.Hebr.3.14, ὁ λόγος Ep.Hebr.2.2, ἐπαγγελία Ep.Rom.4.16, βεβαίαν ... τὴν κλῆσιν καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι 2Ep.Petr.1.10, βέβαιον ἀνθρώπῳ οὐδέν Philostr.VS 480
•neutr. plu. como adv. del modo más seguro βεβαιότατα ... ἄν τις ... τοὺς πολεμίους βλάπτοι Th.6.91.
2 de pers. seguro, leal, firme φίλος A.Pr.297, Ar.Pl.836, φίλη Ar.Lys.1017, Λακεδαιμόνιοι Th.5.43, cf. Hippon.220.6
•seguro, convencido ἅπαντες βεβαιότεροι ἂν ἡμῖν ἦσαν μηδὲν νεωτεριεῖν todos habríamos estado más seguros de que no iban a alterar la situación Th.3.11, cf. D.H.3.35.
3 en fórmulas legales seguro, firme, garantizado τὸ δɛ̄μόσιον βέβαιον (uel -ον) τον χρɛ̄μάτον IG 13.245.1 (V a.C.), βέβαιον παρέχετω ... τὰν ὠνάν GDI 1867.6 (Delfos II a.C.), βέβαιον ποιεῖν garantizar, IClaros M 1.35 (II a.C.), μίσθωσις PAmh.85.21, (ἄρουρας) παρέξασθαι ... ταύτας ... βεβαίας ἀπὸ πάντων transmitir estas (tierras) garantizadas contra todo riesgo, POxy.290.40 (ambos I d.C.), cf. 3690.16 (II d.C.), PFouad 21.20 (III d.C.), πάντα κύρια καὶ βέβαια PYadin 19.25 (II d.C.), frec. la misma fórmula κύριος καὶ βέβαιος ref. a distintos doc. (συγγραφή, ἐντολή, ἀποχή, etc.) BGU 1002.14, 1058.47 (ambos I a.C.), PLips.38.6, PFlor.95.11, 25, PGrenf.2.76.21 (todos IV d.C.), PStras.46.24, 47.26, 49, PMasp.161.12 (todos VI d.C.).
II subst. τό βέβαιον
1 certeza, seguridad ὑμῖν δὲ τὸ β. ... παρεχέτω Pl.Ep.346b, cf. 358c, Hdt.7.50, τῆς διανοίας τό βέβαιον Th.2.89.
2 firmeza, garantía del carácter de los μοχθηροί Arist.EN 1159b8
•estabilidad τὸ γὰρ βέβαιον οὐκ ἔχει πλούτου φύσις Amph.Seleuc.21.
3 esp. en pap. seguridad, garantía en fórmulas legales παρακαταθέμενος ... τὸ ἀργύριον ἵν' ἐν βεβαίῳ τὸ ἀναλαβεῖν ὀφειλόμενα ᾖ colocando en depósito el dinero para que la recuperación de las deudas esté en garantía, e.e. para que esté garantizada, POxy.237.8.16, βέβαιόν μοι εἶναι θέλω BGU 326.2.3, 9 (ambos II d.C.), ἔχειν τό βέβαιον PStras.22.23 (III d.C.).
III adv. βεβαίως = firmemente μὴ βεβάως ... λίθον κίνεις Alc.344, νόῳ παρεόντα β. Parm.B 4.1, ἔχειν D.8.41, cf. Arist.EN 1105a33, γνῶναι D.8.39
•sólidamente κλῃστόν Th.2.17
•de modo estable Ἑλλὰς ... οὐ ... β. οἰκουμένη Th.1.2, πόλις δημοκρατουμένη β. D.10.4
•eficazmente, sólidamente βεβαιοτέρως ἂν ἔχοι Isoc.8.60, ἀνεῖρξαι Porph.Abst.1.11
•en la fórmula legal κυρίως καὶ β. con validez y garantía, PYadin 19.23 (II d.C.), cf. PKöln 232.17 (IV d.C.).
• Etimología: Se rel. gener. c. la r. *gu̯eH2- ‘ir’, cf. βαίνω, ἔβᾱν y red. Quizá del part. perf. *βεβα-υσ-ιος como *Ϝιδ-υσ-ιος > ἰδυῖος.
German (Pape)
[Seite 440] att. gew. 2 End., z. B. immer Thuc., βέβαιος χάρις 1, 32, cf. Thom. Mag. (βαίνω); feststehend, fest, κρύσταλλος Thuc. 3, 23; ὄχημα Plat. Phaed. 85 d; γῆ Arr. An. 2, 21, 6; öfter übertr., fest, zuverlässig, sicher; von Personen, Thuc. 5, 43; so βεβαιότεροι ἂν ἦσαν μηδὲν νεωτεριεῖν 3, 11; φίλος Aesch. Prom. 297; Ar. Plut. 836; φίλη Lys. 1017; φιλία Plat. Conv. 183 c; Folgde; τέκμαρ, ἄκος, Aesch. Prom. 754 Eum. 482; τόξευμα, ὁμιλία, τέχνη, Soph. Ant. 1073 Phil. 71 Tr. 618; τὸ βέβαιον εἰδέναι Her. 7, 50; ἤθη, Gegensatz εὐμετάβολα, Plat. Rep. VI, 503 c; λόγος β. καὶ ἀληθής Phaed. 90 c u. öfter; χάρις Thuc. 1, 32; δόξα Plat. Tim. 37 b; βεβαία εἰρήνη Isocr. 4, 173; οὐσία Is. 1, 22; εὐτυχία Plut. Fab. 27; φρόνημα Thes. 6 u. sonst; τὸ βέβαιον, Sicherheit, Her. 7, 50. – Adv. βεβαίως, Aesch. Ag. 15 u. Folgde; βεβαιοτέρως ἔχει Isocr. 8, 60.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
I. ferme, solide;
II. fig.
1 ferme, constant : φίλος βέβαιος ESCHL ami sûr ou fidèle ; βεβαία εἰρήνη ISOCR paix solide ; τῆς διανοίας τὸ βέβαιον THC esprit ferme et résolu;
2 qui est à l'abri du danger : πύλαι βέβαιοι THC portes sûres, à l'abri de toute surprise;
3 sûr, certain : τέκμαρ βέβαιον ESCHL preuve certaine ; βέβαια τοξεύματα SOPH traits qui vont sûrement au but (ou lancés d'une main ferme, bien assurée) ; κίνδυνος βέβαιος THC danger certain ; en parl. de pers. βεβαιότεροι ἂν ἦσαν μηδὲν νεωτεριεῖν THC il serait plus certain qu'ils ne feraient aucun changement ; τὸ βέβαιον HDT la certitude;
Cp. βεβαιότερος, Sp. βεβαιότατος.
Étymologie: R. Βα avec redoubl.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βέβαιος -α -ον, f. ook -ος [~ βαίνω ?] adv. comp. βεβαιότερον en βεβαιοτέρως, adv. superl. βεβαιότατα; stevig, zeker, stabiel
1. stevig, solide:. ἐπὶ βεβαιοτέρου ὀχήματος op een meer solide vaartuig Plat. Phaed. 85d; κρύσταλλος... οὐ βέβαιος onbetrouwbaar (d.w.z. niet stevig) ijs Thuc. 3.23.5.
2. overdr. vast(staand), zeker
3. bestendig, stabiel:; ἐλευθερίαν βεβαιοτέραν een duurzamere vrede Thuc. 7.68.3; subst..; εἰδέναι... ἄνθρωπον ἐόντα κῶς χρὴ τὸ βέβαιον; hoe moet je, als je een mens bent, weten wat vaststaat? Hdt. 7.50.2; adv..; Λακεδαιμονίοις... φίλους γενέσθαι βεβαίως vaste vriendschap te sluiten met de Spartanen Thuc. 4.20.3; adv. comp.. βεβαιότερον ᾤκουν ze vestigden zich permanenter Thuc. 1.8.3.
4. zeker, betrouwbaar, veilig:; τέκμαρ β. een zeker voorteken Aeschl. PV 456; τοξεύματα β. rake pijlschoten Soph. Ant. 1086; pred.. τοῖς... ὁπλίταις βεβαίους τὰς πύλας παρέσχον ze stelden de poorten veilig voor de hoplieten Thuc. 4.67.5.
5. van personen standvastig, betrouwbaar:. φίλος... βεβαιότερος een standvastiger vriend Aeschl. PV 297; οὐ δοκοῦντας βεβαίους εἶναι ἐξήλασαν ze verdreven degenen die niet betrouwbaar leken te zijn Thuc. 2.102.1.
Russian (Dvoretsky)
βέβαιος: и 3
1 крепкий, прочный, надежный (κρύσταλλος Thuc.; ὄχημα Plat.; εἰρήνη Isocr.);
2 неизменный верный (φίλος Aesch.; φιλία Plat., Arst.; σύμμαχος Plut.);
3 достоверный, несомненный (τέκμαρ Aesch.; ψῆφος Eur.; κίνδυνος Thuc.; λόγος Plat.; σημεῖον Plut.);
4 меткий (τόξευμα Soph.);
5 уверенный (в себе) (φρόνημα Plut.);
6 безопасный (τινι Thuc.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj. OK
Meaning: firm, steady (Ion.-Att.).
Derivatives: βεβαιότης f. stability (Pl.), denomin. βεβαιόω establish (Ion.-Att.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Generally connected with βῆναι, though the formation is unclear; hardly with Wackernagel Unt. 113 A. 1 from *βεβα-υσ-ιος (cf. *Ϝιδ-υσ-ιος > ἰδυιος).
Middle Liddell
βαίνω
I. firm, steady, steadfast, sure, certain, Aesch., etc.; βεβαιότερος κίνδυνος a surer game, Thuc.
2. of persons, steadfast, steady sure, constant, Aesch., etc.; c. inf., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν more certain to make no change, Thuc.
3. τὸ βέβαιον certainty, firmness, resolution, Hdt., Thuc.
II. adv. -ως, Aesch., etc.; comp. -ότερον, Thuc.; Sup. -ότατα, Thuc.
English (Abbott-Smith)
βέβαιος, -ον (also -α, -ον; < βαίνω), [in LXX: Es 3:13, Wi 7:23, III Mac 5:31 7:7, IV Mac 17:4*;]
firm, secure: ἄγκυρα, He 6·19; metaph., sure (esp. "in the sense of legally guaranteed security," Deiss., BS, 109; cf . two foll. words): ἐπαγγελία, Ro 4:16; ἐλπίς, II Co 1:6; λόγος, He 2:2; παρρησία, He 3:6; ἀρχή (τ. ὑποστάσεως), He 3:14; διαθήκη, He 9:17; κλῆσις κ. ἐκλογή, II Pe 1:10; comp. (-ότερος), προφητικὸς λόγος, II Pe 1:19.†
English (Strong)
from the base of βάσις (through the idea of basality); stable (literally or figuratively): firm, of force, stedfast, sure.
English (Thayer)
βεβαία (Winer's Grammar, 69 (67); Buttmann, 25 (22)), βέβαιον (ΒΑΩ, βαίνω) (from Aeschylus down), stable, fast, firm; properly: ἄγκυρα, sure, trusty: ἐπαγγελία, κλῆσις καί ἐκλογή, λόγος προφητικός, ἐλπίς, παρρησία, WH Tr marginal reading in brackets); valid and therefore inviolable, λόγος, διαθήκη, Herodotus down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βέβαιος, -α, -ον)
1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος
2. (για πρόσωπο) σταθερός
νεοελλ.
(για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το
βεβαιότητα, σταθερότητα
αρχ.
1. στερεός, σταθερός
2. μόνιμος, διαρκής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βέβαιος περιέχει ένα διπλασιασμένο τ. του βήναι (απρμφ. αόρ. του βαίνω) και συνεπώς συνδέεται μορφολογικά και σημασιολογικά με τη μτχ. βεβαώς του παρακμ. βέβηκα, βάσει της οποίας ερμηνεύεται πιθ. το βέβαιος < (τ.) βεβα-υσ-ιος (πρβλ. και ιδυίος < Fιδ-υσ-ιος). Στον Θουκυδίδη και στον Πλάτωνα ο τ. απαντά πάντοτε ως βέβαιος, -ον, ενώ σε άλλους συγγραφείς και ως βέβαιος, -α, -ον. Το βέβαιος χρησιμοποιείται με αρχική σημασία «σταθερός, στέρεος», απ' όπου προέκυψε η έννοια του «διαρκής, ασφαλής, σίγουρος». Τέλος, ο όρος βέβαιος ως επίθ. χαρακτηρίζει συνήθως πράγματα, σε σπάνιες δε περιπτώσεις πρόσωπα (πρβλ. «βέβαιος φίλος»).
ΠΑΡ. βεβαιοσύνη, βεβαιότητα (-ότης), βεβαιώνω (-ώ).
ΣΥΝΘ. αβέβαιος
νεοελλ.
υπερβέβαιος].
Greek Monotonic
βέβαιος: -ος, -ον και -α, -ον (βαίνω),
I. 1. σταθερός, ακλόνητος, συμπαγής, άκαμπτος, απτόητος, βέβαιος, αναμφισβήτητος, αξιόπιστος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· βεβαιότερος κίνδυνος, πιο φανερός κίνδυνος, σε Θουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, σταθερός, ευσταθής, ακλόνητος, αμετάβλητος, επίμονος, αξιόπιστος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν, ασφαλέστεροι ως προς το να μην κάνουν αλλαγές, σε Θουκ.
3. τὸ βέβαιον, βεβαιότητα, σιγουριά, ασφάλεια, σταθερότητα, αποφασιστικότητα, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. επίρρ. -ως, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. -ότερον, σε Θουκ.· υπερθ. -ότατα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
βέβαιος: ος, ον, ὡσαύτως α, ον, ἴδε κατωτ.· (βαίνω)· ‒ στερεός, σταθερός, κρύσταλλος Θουκ. 3. 23· ὄχημα Πλάτ. Φαίδων· 85D· σταθερός, ἀκίνητος, ἀμετάβλητος, διαρκής, ὁμιλία… πιστὴ καὶ βέβαιος Σοφ. Φ. 71· ἀρετῆς βέβαιαι… αἱ κτήσεις μόναι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 202· ψῆφος βεβαία Εὐρ. Ἠλ. 1263· τὴν χάριν βέβαιον ἔχειν (διάφ. γραφ. -αίαν, ἀλλ’ ὁ Θουκ. προτιμᾶ -ος, ον) Θουκ. 1. 32· οὐδέπω βέβαιος ἦν ἡ σωτηρία Ἀνδοκ. 8. 9· εἰρήνην βεβαίαν ἀγαγεῖν Ἰσοκρ. 76Ε· φιλία βέβαιος Πλάτ. Συμπ. 183C· βεβαίου τε καὶ καθαρᾶς ἡδονῆς ὁ αὐτ. Πολ. 586Α· πίστεις βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς ὁ αὐτ. Τιμ. 37Β, κτλ.· ‒ βέβαιος, ἀσφαλής, ἀναμφίβολος, τέκμαρ Αἰσχύλ. Πρ. 450· ἄκος ὁ αὐτ. Εὐμ. 506· β. τοξεύματα (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου certa sagitta), Σοφ. Ἀντ. 1086· βεβαιότερος κίνδυνος, φανερώτερος, ἀναμφιβολώτερος, Θουκ. 3. 39· ὑπερθ. -ότατος, ὁ αὐτ. 1. 124. 2) ἐπὶ προσώπ., κτλ., σταθερός, ἀμετακίνητος, ἀσφαλής, μόνιμος, ἀμετάβλητος, φίλος Αἰσχύλ. Πρ. 297, πρβλ. Θουκ. 5. 43· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· μ. ἀπαρ., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν, ἀσφαλέστεροι ὡς πρὸς τοῦτο ὅτι δὲν ἤθελον..., Θουκ. 3. 11· βέβαιος ἦν, ἦτο βέβαιον ὅτι…, Διον. Ἁλ. 3. 35. 3) τὸ βέβαιον, βεβαιότης, Ἡρόδ. 7. 50· τὸ β. τῆς διανοίας, σταθερότης, ἀποφασιστικότης, Θουκ. 2. 89, πρβλ. Πλάτ. Φιληβ. 59C, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 15· β. κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· β. οἰκεῖσθαι ὁ αὐτ. 1. 2· ἔχειν Δημ. 99. 29· συγκρ. -ότερον, Θουκ. 1. 8.· -οτέρως, Ἰσοκρ. 171C· ὑπερθ. -ότατα, Θουκ. 6. 91.
Frisk Etymology German
βέβαιος: {bébaios}
Meaning: fest, sicher, standhaft (ion. att. usw.).
Derivative: Davon βεβαιότης f. Festigkeit, Sicherheit (Pl. Th. usw.) und das Denominativum βεβαιόω ‘befestigen, (ver)sichern, verbürgen’ (ion. att.) mit mehreren Ableitungen: nwgr. βεβαιωτήρ, ion. att. βεβαιωτής Bürge (vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 158, 160, 214; 2, 206; Erika Kretschmer Glotta 18, 90, Benveniste Noms d'agent 43f.), f. βεβαιώτρια (Pap.), Adj. βεβαιωτικός bestätigend (Epikt., S. E., Pap.); — βεβαίωσις Befestigung, Bürgschaft (Th. usw.), βεβαίωμα Beweis (J.).
Etymology: βέβαιος enthält eine reduplizierte Form von βῆναι und knüpft sich dadurch am besten an das Perfektum βέβηκα, Ptz. βεβαώς ich stehe an, wozu auch die Bedeutung gut paßt. Demgemäß will es Wackernagel Unt. 113 A. 1 aus *βεβαυσιος (vgl. *ϝιδυσιος > ἰδυιος) erklären, was jedenfalls möglich zu sein scheint.
Page 1,230
Chinese
原文音譯:bšbaioj 卑白哦士
詞類次數:形容詞(9)
原文字根:(行了)步
字義溯源:堅定不移的,必定的,確定的,確切的,可靠的,不變的,有效力,牢靠;源自(βάσις)=腳步);而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(9);羅(1);林後(1);來(5);彼後(2)
譯字彙編:
1) 確定的(3) 羅4:16; 林後1:7; 來2:2;
2) 堅(2) 來3:6; 來3:14;
3) 更確切的(1) 彼後1:19;
4) 堅定不移(1) 彼後1:10;
5) 牢靠(1) 來6:19;
6) 有效力(1) 來9:17
English (Woodhouse)
certain, firm, fixed, positive, safe, secure, steadfast, sure, trustworthy, trusty, firmly fixed, not to be shaken, to be relied on, well-defined
Mantoulidis Etymological
(=στερεός, ἀκλόνητος, ἀξιόπιστος). Ἀπό ρίζα βα- τοῦ βαίνω μέ ἀναδιπλασιασμό γίνεται: βε-βά+ιος → βέβαιος.
Παράγωγα: βεβαιόω, βεβαιότης, βεβαίωσις, βεβαίωμα, βεβαιωτέον, βεβαιωτής, βεβαιωτικός, βεβαίως. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βαίνω.
Translations
steadfast
Arabic: ثابت; Bulgarian: неподвижен, устойчив; Chinese Cantonese: 堅定嘅; Finnish: vakaa; French: déterminé; Galician: firme; German: unentwegt, standhaft; Gothic: 𐍄𐌿𐌻𐌲𐌿𐍃; Ancient Greek: βέβαιος, καρτερός; Irish: diongbháilte, buanseasmhach; Italian: saldo; Latin: firmus, fidus, constans; Maori: titikaha, tōmau, pūmau; Middle English: stedefast; Navajo: yíníłdzil; Norwegian: stødig; Bokmål: vedvarende, stadig; Occitan: fèrm; Persian: ثابت; Polish: niezachwiany, niezłomny; Portuguese: firme; Russian: устойчивый, непоколебимый, стойкий; Sanskrit: दृढ; Spanish: firme; Swedish: stadig, stabil; Turkish: daimî, değişmez, sabit, sürekli
trustworthy
Arabic: ثِقَةٌ; Egyptian Arabic: امين; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: betrouwbaar; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: de confiance, digne de confiance, digne de foi, fiable; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: vertrauenswürdig, glaubwürdig; Greek: αξιόπιστος; Ancient Greek: ἀληθινός, ἀξιόπιστος, ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως, βέβαιος, δόκιμος, ἔμπιστος, εὔπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, κεδνός, πιστευτός, πιστικός, πίστιος, πιστός, σαφής, φερέγγυος; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: affidabile, attendibile, credibile, fidato; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរឱ្យទុកចិត្ត; Latin: fidus; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: confiável; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: надёжный, благонадёжный, достоверный, верный; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: fidedigno, fiable, de confianza, confiable, de fiar; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний