ἀνελάττωτος
English (LSJ)
ον,
A undiminished, Procl.in Alc.p.16C. Adv. -τως Id.Inst.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελάττωτος: -ον, ὁ μὴ ἐλαττούμενος, ὁ μὴ ἐλαττωθείς, Πρόκλ. εἰς Ἀλκ. 1, κεφ. 7, σ. 76. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.
ον,
A undiminished, Procl.in Alc.p.16C. Adv. -τως Id.Inst.27.
ἀνελάττωτος: -ον, ὁ μὴ ἐλαττούμενος, ὁ μὴ ἐλαττωθείς, Πρόκλ. εἰς Ἀλκ. 1, κεφ. 7, σ. 76. - Ἐπίρρ. -τως, Βυζ.