ον,
A smoothing the warp, κάμακες AP6.247 (Phil.).
[Seite 24] die Fäden des Gewebes glättend, glatt machend, κάμακες, Philp. 18 (VI, 247).
λειόμῐτος: -ον, ὁ λειαίνων τὸ στημόνιον, κάμαξ Ἀνθ. Π. 6. 247.