πολυδίνητος

Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A much-whirled, φύλλον D.P.407.

German (Pape)

[Seite 662] viel oder sehr gedreht, gewirbelt, gewunden, D. Per. 407, v. l. περιδίνητος.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠδίνητος: -ον, ὁ πολλὰς ἐπικλάσεις καὶ καμπὰς ἔχων, φύλλῳ δ’ ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος, περὶ τῆς Πελοποννήσου ἧς τὸ σχῆμα εἶναι ὅμοιον πρὸς φύλλον πλατάνου, Διον. Περιηγ. 407.