ον,
A owning many oliveyards, X.Vect.5.3.
[Seite 662] viel Oel gebend, Xen. Vect. 5, 3.
πολυέλαιος: -ον, ὁ παράγων πολὺ ἔλαιον, Ξεν. Πόροι 5. 3. 2) ἴδε πολυέλεος 3.