ῥοπαλοφόρος
English (LSJ)
ον,
A club-bearing, of Heracles, Eust.1699.31.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοπᾰλοφόρος: -ον, ὁ φέρων ῥόπαλον, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Εὐστάθιος 1699, 31.
ον,
A club-bearing, of Heracles, Eust.1699.31.
ῥοπᾰλοφόρος: -ον, ὁ φέρων ῥόπαλον, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Εὐστάθιος 1699, 31.