ὑπέρωρος

Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A over-ripe, Dsc.1.64, Poll.6.54; κάλλος Them.Or.13.165c.

German (Pape)

[Seite 1205] überzeitig, überreif, Diosc., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρωρος: -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, ἔξωρος, κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ ὥριμος, «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, ὑπέρωρος, μέλαινα, κάτοπτος Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» Πολυδ. ϛʹ, 54.