ον,
A chipping millstones, Alex.13.
[Seite 348] den Mühlstein, ὄνος, klopfend, schärfend, Poll. 7, 20 aus Alexis.
ὀνοκόπος: -ον, ὁ κόπτων, κατεργαζόμενος μυλόπετρας, Ἄλεξις ἐν «Ἀμφωτίδι» 1, ἴδε μυλοκόπος.