Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυλοκόπος

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλοκόπος Medium diacritics: μυλοκόπος Low diacritics: μυλοκόπος Capitals: ΜΥΛΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: mylokópos Transliteration B: mylokopos Transliteration C: mylokopos Beta Code: muloko/pos

English (LSJ)

ὁ,
A millstone-worker, PTeb.278.12 (i A. D.), Glossaria, prob. in Sammelb.7199.29 (ii A. D.); = ὀνοκόπος, Poll.7.20.
II = μύλλος, Sch.Opp.H.1.130:—also Dim. μυλοκόπιον, τό, ibid.

German (Pape)

[Seite 217] den Mühlstein schärfend, Poll. 7, 20.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλοκόπος: -ον, ὁ, κόπτων, κατεργαζόμενος μυλοπέτρας, Γλωσσ. 2) = ὁ ἰχθὺς μύλλος, Σχόλ. εἰς Ὀπ. Ἁλ. 1, 130.

Greek Monolingual

-ο (Α μυλοκόπος, -ον)
αυτός που κόβει, που κατεργάζεται τους μυλίτες λίθους, τις μυλόπετρες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.μυλοκόπος
το ψάρι μύλλος, το μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη / μύλος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλοκόπος.