ον,
A hardly passable, App.Syr.21.
[Seite 685] schwer zu passiren, ὄρος App. Syr. 21.
δυσόδευτος: -ον, ὃν μετὰ δυσκολίας ὁδεύει τις, ὄρος Ἀππ. Συρ. 21.