δυσόδευτος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
δυσόδευτον, hardly passable, App.Syr.21.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de atravesar ὄρος App.Syr.21, cf. Gloss.2.282.
German (Pape)
[Seite 685] schwer zu passiren, ὄρος App. Syr. 21.
Greek (Liddell-Scott)
δυσόδευτος: -ον, ὃν μετὰ δυσκολίας ὁδεύει τις, ὄρος Ἀππ. Συρ. 21.