ον,
A guiding ships, πηδάλια AP7.636 (Crin.).
[Seite 253] = νηοῦχος, πηδάλια, Crinag. 39 (VII, 636).
νήοχος: -ον, ὁ φυλάττων, κυβερνῶν πλοῖον, νήοχα πηδάλια Ἀνθ. Π. 7. 636. (Πρβλ. πολίοχος).