τό,
A oil of μελάνθιον, Dsc.1.37 (marg.).
[Seite 119] τό, Oel aus Melanthium, Diosc.
μελανθέλαιον: τό, ἔλαιον τοῦ μελανθίου, Διοσκ. 1. 46, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.