ἀποβροχίζω
English (LSJ)
A ligature, Sor.1.80, Gal.14.784. II bind tightly, λαιμόν AP9.410 (Tull. Sab.). III strangle, ἑαυτόν Polyaen. 8.63.
German (Pape)
[Seite 298] ab-, zuschnüren, λαιμόν Tull. Gem. 9 (IX, 410); bei Chirurg. Gefäße unterbinden; ἑαυτόν, sich henken, Polyaen. 8, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβροχίζω: μέλλ -ίσω, δένω σφιγκτά, στερεῶς, Ἀρχιγεν.: - ἐντεῦθεν ῥηματ. ἐπίθ. ἀποβροχιστέον Ὀρειβάσ. (Cocch) 157: - Οὐσ. ἀποβροχισμὸς ὁ, Ἄντυλλ. ἐν Ὀρειβασ. 35 (Mai). II. ἀπαγχονίζω, στραγγαλίζω, Ἀνθ. Π. 9. 410.