ἀπαγχονίζω

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαγχονίζω Medium diacritics: ἀπαγχονίζω Low diacritics: απαγχονίζω Capitals: ΑΠΑΓΧΟΝΙΖΩ
Transliteration A: apanchonízō Transliteration B: apanchonizō Transliteration C: apagchonizo Beta Code: a)pagxoni/zw

English (LSJ)

A hang by a noose, strangle, Ant.Lib.13.7; αὑτόν AP11.111 (Nicarch.):—Pass., Hp.Virg.1; γυναῖκας ἀπ' ἐλαίας ἀπηγχονισμένας D.L.6.52.
II release from a noose, Luc.Lex.11.

Spanish (DGE)

1 ahorcar en v. med.-pas. ἔπειτα ἀπὸ τῆς τοιαύτης ὄψιος πολλοὶ ἤδη ἀπηγχονίσθησαν Hp.Virg.1, γυναῖκας ἀπ' ἐλαίας ἀπηγχονισμένας D.L.6.52
en v. act. ἡ Ἀσπαλὶς παρθένος οὖσα ἑαυτὴν ἀπηγχόνισεν Ant.Lib.13.7, αὑτόν AP 11.111 (Lucill.).
2 descolgar ἀπηγχόνισά τε αὐτὸν καὶ παρέλυσα τῆς ἐμβροχῆς Luc.Lex.11.

German (Pape)

[Seite 274] 1) erdrosseln, En. ad. 109 (XI, 111); pass., Diog. L. 6, 52. – 2) vom Strick losmachen, τινά Luc. Lexiph. 11.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπηγχόνισα;
Pass. ao. ἀπηγχονίσθην, pf. ἀπηγχόνισμαι;
1 étrangler par pendaison, pendre ; Pass. se pendre;
2 dégager d'un lacet, dépendre.
Étymologie: ἀπό, ἀγχόμη.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαγχονίζω:
1 Diog. L., Anth. = ἀπάγχω;
2 вынимать из петли (τινά Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαγχονίζω: κρεμῶ τινα ἐκ τοῦ λαιμοῦ καὶ οὕτω τὸν πνίγω, νῆμα λαβὼν ἀράχνης αὐτὸν ἀπηγχόνισεν Ἀνθ. Π. 11. 111: ― Παθ., ἀπὸ τῆς τοιαύτης ὄψιος πολλοὶ ἤδη ἀπηγχονίσθησαν Ἱππ. 562. 32 ΙΙ. λύω ἀπὸ τῆς ἀγχόνης, ἀπωλώλει ἂν, εἰ μὴ ἐγὼ ἐπιστάς, ἀπηγχόνισά τε αὐτὸν καὶ παρέλυσα τῆς ἐμβροχῆς Λουκ. Λεξιφ. 11.

Greek Monolingual

(AM ἀπαγχονίζω)
θανατώνω κάποιον με αγχόνη, κρεμώ κάποιον από τον λαιμό με θηλειά
αρχ.
απαλλάσσω από την αγχόνη κάποιον, του λύνω τη θηλειά.

Greek Monotonic

ἀπαγχονίζω: μέλ. -σω (ἀγχόνη), κρεμώ κάποιον από τον λαιμό και έτσι τον πνίγω, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀγχόνη
to strangle, Anth.