ἀπαγχονίζω
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
A hang by a noose, strangle, Ant.Lib.13.7; αὑτόν AP11.111 (Nicarch.):—Pass., Hp.Virg.1; γυναῖκας ἀπ' ἐλαίας ἀπηγχονισμένας D.L.6.52.
II release from a noose, Luc.Lex.11.
Spanish (DGE)
1 ahorcar en v. med.-pas. ἔπειτα ἀπὸ τῆς τοιαύτης ὄψιος πολλοὶ ἤδη ἀπηγχονίσθησαν Hp.Virg.1, γυναῖκας ἀπ' ἐλαίας ἀπηγχονισμένας D.L.6.52
•en v. act. ἡ Ἀσπαλὶς παρθένος οὖσα ἑαυτὴν ἀπηγχόνισεν Ant.Lib.13.7, αὑτόν AP 11.111 (Lucill.).
2 descolgar ἀπηγχόνισά τε αὐτὸν καὶ παρέλυσα τῆς ἐμβροχῆς Luc.Lex.11.
German (Pape)
[Seite 274] 1) erdrosseln, En. ad. 109 (XI, 111); pass., Diog. L. 6, 52. – 2) vom Strick losmachen, τινά Luc. Lexiph. 11.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπηγχόνισα;
Pass. ao. ἀπηγχονίσθην, pf. ἀπηγχόνισμαι;
1 étrangler par pendaison, pendre ; Pass. se pendre;
2 dégager d'un lacet, dépendre.
Étymologie: ἀπό, ἀγχόμη.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαγχονίζω:
1 Diog. L., Anth. = ἀπάγχω;
2 вынимать из петли (τινά Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαγχονίζω: κρεμῶ τινα ἐκ τοῦ λαιμοῦ καὶ οὕτω τὸν πνίγω, νῆμα λαβὼν ἀράχνης αὐτὸν ἀπηγχόνισεν Ἀνθ. Π. 11. 111: ― Παθ., ἀπὸ τῆς τοιαύτης ὄψιος πολλοὶ ἤδη ἀπηγχονίσθησαν Ἱππ. 562. 32 ΙΙ. λύω ἀπὸ τῆς ἀγχόνης, ἀπωλώλει ἂν, εἰ μὴ ἐγὼ ἐπιστάς, ἀπηγχόνισά τε αὐτὸν καὶ παρέλυσα τῆς ἐμβροχῆς Λουκ. Λεξιφ. 11.
Greek Monolingual
(AM ἀπαγχονίζω)
θανατώνω κάποιον με αγχόνη, κρεμώ κάποιον από τον λαιμό με θηλειά
αρχ.
απαλλάσσω από την αγχόνη κάποιον, του λύνω τη θηλειά.
Greek Monotonic
ἀπαγχονίζω: μέλ. -σω (ἀγχόνη), κρεμώ κάποιον από τον λαιμό και έτσι τον πνίγω, σε Ανθ.