φυσόβαθρον
English (LSJ)
τό, (φῦσα)
A frame or stand for bellows, Suid.
German (Pape)
[Seite 1319] τό, Gestell zum Blasebalge, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσόβαθρον: τό, (φῦσα) βάθρον, στήριγμα τῶν φυσῶν χαλκέως, Σουΐδ.
τό, (φῦσα)
A frame or stand for bellows, Suid.
[Seite 1319] τό, Gestell zum Blasebalge, Suid.
φῡσόβαθρον: τό, (φῦσα) βάθρον, στήριγμα τῶν φυσῶν χαλκέως, Σουΐδ.