διανίζω

Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

   A wash out or thoroughly, κύλικα, σκεῦος, λοπάδας, Crates Com.14.7, Eub.31, Damox.2.44; τὴν κοιλίαν Diocl.Fr.139:—Med., διανιψάσθω τὸ αἰδοῖον Hp.Mul.2.112.

German (Pape)

[Seite 592] aus-, abwaschen, Damox. com. bei Ath. III, 102 f (v. 44) u. Crates ib. VI, 267 f. – Vgl. auch διανίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

διανίζω: μέλλ. -νίψω, διανίπτω, πλύνω ἐντελῶς, καθαρίζω, κύλικα, σκεῦως, λοπάδας Κράτης Θηρ. 1. 7, Εὔβουλ. Δολ. 2, Δαμόξ. Συντρ. 1. 44. - Μέσ., Ἱππ. 631.