νοσοποιέω

Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

   A cause sickness, Hp.Acut.35, Arist.Pr.865b25, Alex.Aphr.in Top.4.27, f.l. in Plu.2.918d.    2 ν. [τινά] infect one with a disease, Ceb. 19; ν. τὰς ψυχὰς τῶν ἀρίστων D.S.12.12:—Pass., Herophil. ap. Sor. 2.3.

Greek (Liddell-Scott)

νοσοποιέω: προξενῶ νόσον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. Προβλ. 1. 52, 2, Πλούτ. 2) ν. τινα, μολύνω τινὰ διὰ νόσου, μεταδίδω νόσον εἴς τινα, Κέβης 19· νοσ. τὰς ψυχὰς τῶν ἀρίστων Διόδ. 12. 12.