νοσοποιέω
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
A cause sickness, Hp.Acut.35, Arist.Pr.865b25, Alex.Aphr.in Top.4.27, f.l. in Plu.2.918d.
2 ν. [τινά] infect one with a disease, Ceb. 19; ν. τὰς ψυχὰς τῶν ἀρίστων D.S.12.12:—Pass., Herophil. ap. Sor. 2.3.
Greek (Liddell-Scott)
νοσοποιέω: προξενῶ νόσον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. Προβλ. 1. 52, 2, Πλούτ. 2) ν. τινα, μολύνω τινὰ διὰ νόσου, μεταδίδω νόσον εἴς τινα, Κέβης 19· νοσ. τὰς ψυχὰς τῶν ἀρίστων Διόδ. 12. 12.
Russian (Dvoretsky)
νοσοποιέω: делать больным, поражать болезнью (Arst., Plut.; τινα Sext.; τὰς ψυχάς Diod.).
German (Pape)
krank machen, mit einer Krankheit anstecken, τινά, S.Emp. adv.log. 2.197 und andere Spätere; Krankheiten verursachen, Sp.