ἰσχυροπλήκτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A wounding severely, gloss on διοπλήκταν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1273] ὁ, stark schlagend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡροπλήκτης: -ου, ὁ, ἰσχυρῶς πλήττων, Ἡσύχ. ἐν λ. διοπλήκταν.
ου, ὁ,
A wounding severely, gloss on διοπλήκταν, Hsch.
[Seite 1273] ὁ, stark schlagend, Hesych.
ἰσχῡροπλήκτης: -ου, ὁ, ἰσχυρῶς πλήττων, Ἡσύχ. ἐν λ. διοπλήκταν.