ἰσχυροπλήκτης

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡροπλήκτης Medium diacritics: ἰσχυροπλήκτης Low diacritics: ισχυροπλήκτης Capitals: ΙΣΧΥΡΟΠΛΗΚΤΗΣ
Transliteration A: ischyroplḗktēs Transliteration B: ischyroplēktēs Transliteration C: ischyropliktis Beta Code: i)sxuroplh/kths

English (LSJ)

ἰσχυροπλήκτου, ὁ, wounding severely, gloss on διοπλήκταν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1273] ὁ, stark schlagend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡροπλήκτης: -ου, ὁ, ἰσχυρῶς πλήττων, Ἡσύχ. ἐν λ. διοπλήκταν.

Greek Monolingual

ἰσχυροπλήκτης, ὁ (Α)
αυτός που πλήττει ισχυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + πλήκτης (< πλήσσω / πλήττω)].