ἀγωνοδίκης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A judge of the contest, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνοδίκης: -ου, ὁ, κριτὴς τοῦ ἀγῶνος, «ἀγωνοδίκας, βραβευτάς», Ἡσύχ.
ου, ὁ,
A judge of the contest, Hsch.
ἀγωνοδίκης: -ου, ὁ, κριτὴς τοῦ ἀγῶνος, «ἀγωνοδίκας, βραβευτάς», Ἡσύχ.