ον,
A causing grievous pangs, AP6.272 (Pers.).
[Seite 691] γενέθλη, schwere Geburt, Ep. ad. 114 (VI, 272).
δυσώδῑνος: -ον, προξενῶν ἰσχυρὰς ὠδῖνας, γενέθλη Ἀνθ. Π. 6. 272.