γεώργημα
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A operations of husbandry, Pl.Lg.674c.
German (Pape)
[Seite 488] τό, beackertes Land, im plur. Plat. Legg. II, 674 c.
Greek (Liddell-Scott)
γεώργημα: τό, κεκαλλιεργημένη γῆ, Πλάτ. Νόμ. 674C.
ατος, τό, in pl.,
A operations of husbandry, Pl.Lg.674c.
[Seite 488] τό, beackertes Land, im plur. Plat. Legg. II, 674 c.
γεώργημα: τό, κεκαλλιεργημένη γῆ, Πλάτ. Νόμ. 674C.