γεώργημα

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεώργημα Medium diacritics: γεώργημα Low diacritics: γεώργημα Capitals: ΓΕΩΡΓΗΜΑ
Transliteration A: geṓrgēma Transliteration B: geōrgēma Transliteration C: georgima Beta Code: gew/rghma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural, operations of husbandry, Pl.Lg.674c.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. cultivos, trabajos de agricultura τακτὰ δὲ τά τ' ἄλλ' ἂν εἴη γεωργήματα y los restantes cultivos estarían reglamentados Pl.Lg.674c, τὰ τῶν ἀνθρώπων γεωργήματα Epiph.Const.Haer.52.1.2.

German (Pape)

[Seite 488] τό, beackertes Land, im plur. Plat. Legg. II, 674 c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεώργημα -ατος, τό γεωργέω landbouwproduct; plur.. γεωργήματα landbouwproductie Plat. Lg. 674c.

Russian (Dvoretsky)

γεώργημα: ατος τό обрабатываемая земля Arst.

Greek (Liddell-Scott)

γεώργημα: τό, κεκαλλιεργημένη γῆ, Πλάτ. Νόμ. 674C.

Greek Monolingual

το (AM γεώργημα) γεωργώ
ο καλλιεργημένος αγρός
αρχ.-μσν.
1. ο καρπός της γης
2. πληθ. η συγκομιδή
αρχ.
πληθ. οι γεωργικές ασχολίες.