ξυστάρχης

Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ου, ὁ, (ξυστός)

   A president of an athletic association, ὃν βασιλῆς . . στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171, cf. POxy.1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb.5725, etc. ; διὰ βίου ξ. IGRom.4.1215 (Smyrna), IG14.1102, al.

German (Pape)

[Seite 283] ὁ, Vorsteher eines ξυστός, Ringeplatzes, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστάρχης: -ου, ὁ, (ξυστὸς) ὁ ἄρχων ξυστοῦ, παλαίστρας ἢ γυμναστηρίου, παραπλήσιον τῷ γυμνασιάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 1., 1428, 2583, κ. ἀλλ.˙ - ξυσταρχέω, εἶμαι ξυστάρχης, 2995˙ ξυσταρχία, 3206Β.