γυμνασιάρχης
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
γυμνασιάρχου, ὁ,
A = γυμνασίαρχος, IG3.1104, Lex ap.Aeschin.1.39.
2 name of a throw at dice, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. gymnasiarcha, CIL 3.12415 (Mesia)
I 1gimnasiarco organizador, a sus expensas, de los juegos en las fiestas de Hermes, Ley en Aeschin.1.12.
2 rom. gimnasiarco funcionario de alto rango en la administración (cf. γυμνασίαρχος 3) Οὔλπιον ... ἀγωνοθέτην, γυμνασιάρχην LW 1661(Nacrasa, Lidia II d.C.), cf. IG 22.2037.8 (II d.C.), IMylasa 505.3, TAM 3.75.4 (Termeso II/III d.C.), gymnasiarcha empori piretensium de suo posuit, CIL l.c., faciet ... gymnasiarchas Asiarchas Firm.4.21.5
•como cargo hereditario, tb. de mujeres Oὐλπία ... ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ, ἀρχιέρεια καὶ γ. LW l.c.
II n. de una tirada de dados, Hsch.
German (Pape)
[Seite 509] ὁ, = folgdm, in einem Gesetz, Aesch. 1, 12 (τοῖς Ἑρμαίοις), u. Sp.
French (Bailly abrégé)
c. γυμνασίαρχος.
Russian (Dvoretsky)
γυμνᾰσιάρχης: ου ὁ Aeschin., Plut. = γυμνασίαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνασιάρχης: ὁ, = γυμνασίαρχος, Συλλ. Ἐπιγρ. 270, Νόμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 2, 37.
Greek Monotonic
γυμνᾰσιάρχης: ή -αρχος, ὁ, γυμνασιάρχης, γυμνασίαρχος, ο οποίος είχε την επίβλεψη της παλαίστρας και πλήρωνε τους γυμναστές, προπονητές, σε Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
a gymnasiarch, who superintended the palaestrae, and paid the training masters, Dem., etc.