διφθεροπώλης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A leather-seller, Nicoph.19.
German (Pape)
[Seite 645] ὁ, Lederhändler, Nicoph. com. Ath. III, 126 e.
Greek (Liddell-Scott)
διφθεροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δέρματα, διφθέρας, Νικοφ. Χειρογ. 1.
ου, ὁ,
A leather-seller, Nicoph.19.
[Seite 645] ὁ, Lederhändler, Nicoph. com. Ath. III, 126 e.
διφθεροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δέρματα, διφθέρας, Νικοφ. Χειρογ. 1.