διφθεροπώλης
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
διφθεροπώλου, ὁ, leather-seller, Nicoph.19.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de pieles Nicopho 10.
German (Pape)
[Seite 645] ὁ, Lederhändler, Nicoph. com. Ath. III, 126 e.
Greek (Liddell-Scott)
διφθεροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δέρματα, διφθέρας, Νικοφ. Χειρογ. 1.
Greek Monolingual
διφθεροπώλης, ο (Α)
ο πωλητής δερμάτων.