ψόφημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A noise: pl., bombast, S.Inach. in PTeb.692 ii 7.
German (Pape)
[Seite 1401] τό, das Geräusch, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
ψόφημα: τό, ὡς τὸ ψόφος, θόρυβος, κρότος ἐλαφρός, Ἐπιφάν. 1. 259D.
ατος, τό,
A noise: pl., bombast, S.Inach. in PTeb.692 ii 7.
[Seite 1401] τό, das Geräusch, Greg. Naz.
ψόφημα: τό, ὡς τὸ ψόφος, θόρυβος, κρότος ἐλαφρός, Ἐπιφάν. 1. 259D.