ἀνθρωποδαίμων
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A man-god, i.e. deified man, E.Rh.971; semi-devil, Procop. Arc.12.
German (Pape)
[Seite 234] ονος, ὁ, ein Mensch gewesener Gott, Eur. Rhes. 971. Bei Sp. böse Geister in Menschengestalt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποδαίμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ ἥρως, ἄνθρωπος καὶ θεός, ὅ ἐ. ἀποθεωθεὶς ἄνθρωπος, Εὐρ. Ρῆσ. 971. ― παρὰ μεταγ. δαίμων ἀνθρώπου μορφὴν λαβών, ἀνθρωπόμορφον πονηρὸν πνεῦμα, Προκόπ.