ονος, ὁ, ἡ,
A changing one's mind, Lyc.1349.
[Seite 449] ον, seine Gesinnung ändernd, Lycophr. 1349.
πᾰλίμφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ μεταβάλλων φρόνημα, γνώμην, Λυκόφρ. 1349.