ου, ὁ, (γέρανος)
A crane-necked, long-necked, Phryn.PSp.55 B.
[Seite 485] ὁ, mit langem Kranichhals, B. A. 31.
γερᾰνίας: -ου, ὁ, (γέρανος) ὁ μακρὸν ἔχων λαιμὸν ὡς τὸν τοῦ γεράνου, Α. Β. 31.