ἠπιόω
English (LSJ)
intr.,
A feel easier, ἠπίωσε τῷ σώματι Hp.Epid.5.20 (nisi leg. ἠπίως <εἶχ>ε):—Pass., to be softened, ἠπιοῦσθαι ὑπὸ τῆς μουσικῆς Phld. Mus.p.33 K.: aor. ἠπιώθην Sch.Il.1.146.
intr.,
A feel easier, ἠπίωσε τῷ σώματι Hp.Epid.5.20 (nisi leg. ἠπίως <εἶχ>ε):—Pass., to be softened, ἠπιοῦσθαι ὑπὸ τῆς μουσικῆς Phld. Mus.p.33 K.: aor. ἠπιώθην Sch.Il.1.146.