ἠπιόω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
intr., feel easier, ἠπίωσε τῷ σώματι Hp.Epid.5.20 (nisi leg. ἠπίως ε):—Pass., to be softened, ἠπιοῦσθαι ὑπὸ τῆς μουσικῆς Phld. Mus.p.33 K.: aor. ἠπιώθην Sch.Il.1.146.
German (Pape)
[Seite 1175] Linderung fühlen, sich wohler fühlen, τῷ σώματι Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόω: ἀμεταβ., αἰσθάνομαι ἐμαυτὸν ἡσυχώτερον, ἠπίωσε τῷ σώματι Ἱππ. 1147D. - Παθ., ἀόρ. ἠπιώθην Σχόλ. Βενετ. Β. 1. 146· πρβλ. ἠπιάω.