ἀγαθουργέω
English (LSJ)
ἀγαθ-ουργία, ἀγαθ-ουργός,
A v. ἀγαθοεργ-.
German (Pape)
[Seite 6] gut, recht handeln, Sp. auch wohlthun, s. ἀγαθοεργέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθουργέω: -ουργία· συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀγαθοεργ-.
ἀγαθ-ουργία, ἀγαθ-ουργός,
A v. ἀγαθοεργ-.
[Seite 6] gut, recht handeln, Sp. auch wohlthun, s. ἀγαθοεργέω.
ἀγαθουργέω: -ουργία· συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀγαθοεργ-.