ἀγαθοεργέω
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
do good or do well, benefit, 1 Ep.Ti.6.18: contr. ἀγαθουργέω, Act.Ap.14.17.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): contr. ἀγαθουργέω Act.Ap.14.17
hacer el bien ἐρῶ τῆς ἐκείνου ψυχῆς ... ὡς συντόνου περὶ τὸ ἀγαθοεργεῖν Theano Ep.11, ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς 1Ep.Ti.6.18
•de Dios otorgar beneficios, ser benéfico, Act.Ap.14.17.
German (Pape)
[Seite 6] Sp., für ἀγαθουργέω, 1 Tim. 6, 18.
French (Bailly abrégé)
ἀγαθοεργῶ :
faire le bien ou du bien ; aider ; pratiquer le droit ou la justice.
Étymologie: ἀγαθοεργός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοεργέω: πράττω τὸ ἀγαθόν, Παῦλ. Τιμόθ. Α΄, ϛ΄, 18. Συνῃρ. -ουργέω, Πράξ. Ἀπ. ἰδ΄, 17 (κοιν. ἀγαθοποιῶ).
English (Abbott-Smith)
ἀγαθοεργέω, -ῶ,
to do good, show kindness: 1 Ti 6:18 (Cremer, 8). †
English (Strong)
from ἀγαθός and ἔργον; to work good: do good.
English (Thayer)
(ἀγαθουργέω) (ῶ; L T Tr WH for R ἀγαθοποιῶ. The contracted form is the rarer (cf. WH s Appendix, p. 145), see ἀγαθοεργέω; but cf. κακοῦργος, ἱερουργέω.
Greek Monotonic
ἀγαθοεργέω: συνηρ. ἀγαθουργέω, κάνω καλές πράξεις, πράττω το αγαθό, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
to do good, NTest.
Chinese
原文音譯:¢gaqoergšw 阿瓜拖-誒給哦
詞類次數:動詞(2)廣
原文字根:善的-行為
字義溯源:去行善,要仁慈,施恩惠,行善;由(ἀγαθός / ἀγαθοεργός)*=善的)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。保羅囑咐提摩太在各處吩咐人去行的事,特別指著將財物去供給有需要的人( 提前6:18)。
同義字:1) (ἀγαθοεργέω)去行善 2) (ἀγαθοποιέω)作行善者 3) (εὐεργετέω)要慈善
出現次數:總共(2);徒(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 行善(1) 提前6:18;
2) 常施恩惠(1) 徒14:17