δημοτεύομαι

Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be a δημότης, ἠρόμην ὁπόθεν δημοτεύοιτο Lys.23.2, cf. Antipho Fr.65, D.57.49.

German (Pape)

[Seite 565] dep. med., zu einem Demos gehörent ὁπόθεν δημοτεύει Plat. Legg. VI, 753 c; Lys. 22, 2; B. A. 186 τὸ ἐγγράφεσθαι εἰς ἕνα τῶν δήμων; die Antwort ist z. B. Δεκελειόθεν. So Dem. – Sp. auch act.

Greek (Liddell-Scott)

δημοτεύομαι: παθ., εἶμαι δημότης, ἠρόμην ὁπόθε δημοτεύοιτο Λυσ. 166. 33 κἑξ., πρβλ. Δημ. 1314. 9. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τῶν φατριῶν τοῦ Ἱπποδρόμου, Βυζ.· πρβλ. δημοκρατέομαι ΙΙ.