συγγηθέω

Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

pf. -γέγηθα,

   A rejoice with, τινι E.Hel.727.

German (Pape)

[Seite 961] (s. γηθέω), sich mitfreuen, ξυγγέγηθα, Eur. Hel. 732.

Greek (Liddell-Scott)

συγγηθέω: πρκμ. -γέγηθαι, χαίρω μετά τινος, τινι, Εὐριπ. Ἑλλ. 727· συγγήθω, Θεόδ. Στουδ. 369D.