συνεπερίζω
English (LSJ)
A contend also with, ποταμῷ AP9.709 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπερίζω: συναμιλλῶμαι, συνδιαφιλονικῶ, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 709.
A contend also with, ποταμῷ AP9.709 (Phil.).
συνεπερίζω: συναμιλλῶμαι, συνδιαφιλονικῶ, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 709.