ἐπίτριμμα
German (Pape)
[Seite 996] τό, das daran, darauf Abgeriebene, Schminke, Sp.; auch übertr., ἐρώτων, abgefeimt in Liebeshändeln.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτριμμα: τό, (ἐπιτρίβω) τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπὶ τοῦ προσώπου, ψιμύθιον, Νικήτ. Χρον. 37C, Ἰω. Χρ. τ. 2. σ. 424Α, κτλ. 2) πρᾶγμα ἐφθαρμένον ἐκ τῆς τριβῆς· μεταφ., ἐπ. ἐρώτων, ἐπὶ πόρνης, Νικήτ. Χρον. 335D· πρβλ. περίτριμμα.