κατάδημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A band, fastening, Arist.Pr.938a14.
Greek (Liddell-Scott)
κατάδημα: τό, λέξις ἀδήλου σημασίας ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.
ατος, τό,
A band, fastening, Arist.Pr.938a14.
κατάδημα: τό, λέξις ἀδήλου σημασίας ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.