ἀκουστήριον
English (LSJ)
τό,
A lecture-hall, Gal.Libr.Propr.2, Them.Or.2.26c. 2 assembly of hearers, audience, Porph.Plot.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουστήριον: τό, ἀκροατήριον, Πορφ. ἐν βίῳ Πλωτίνου 65, 9. 2) αἴθουσα πρὸς ἀκρόασιν μαθημάτων ἢ λόγων, Γαλην. 19, σ. 21 Κ.