ἐγκύκλημα

Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

ατος, τό (v. ἐκκύκλημα); but,    II ἐγκυκλήματα, τά, movable property, Arist. Oec.1346a13.

German (Pape)

[Seite 711] τό, s. ἐκκύκλημα; τὰ ἐγκ., = τὰ ἐγκύκλια, Arist. Oec. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκύκλημα: τό, (ἴδε ἐν λ. ἐκκύκλημαἀλλά. ΙΙ. τά ἐγκυκλήματα ἐν Ἀριστ. Οἰκον. 2. 1, 8, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσωπικὴν περιουσίαν.