ατος, τό,
A act of obsequiousness, Plu.Demetr.11, Epicur.Fr.177.
[Seite 348] τό, Schmeichelei, Plut. Demetr. 11.
ἀρέσκευμα: τὸ, «καλόπιασμα», κολακευτικὴ πρᾶξις, Πλουτ. Δημήτ. 11.