ἀρέσκευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, act of obsequiousness, Plu.Demetr.11, Epicur.Fr.177.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
acto de obsequiosidad o falsa cortesía abs. Plu.Demetr.11, ἐπ' αὐτῶν Epicur.Fr.[78] 19.

German (Pape)

[Seite 348] τό, Schmeichelei, Plut. Demetr. 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obséquiosité, complaisance excessive.
Étymologie: ἀρεσκεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρέσκευμα: τὸ, «καλόπιασμα», κολακευτικὴ πρᾶξις, Πλουτ. Δημήτ. 11.

Greek Monolingual

ἀρέσκευμα, το (Α) αρεσκεύομαι
καλόπιασμα, ενέργεια που κολακεύει κάποιον.

Greek Monotonic

ἀρέσκευμα: -ατος, τό, πράξη που στοχεύει στο να ευχαριστήσει κάποιον, καλόπιασμα, φιλοφροσύνη, κολακεία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

an act of obsequiousness, Plut.