γλυκέλαιον
English (LSJ)
τό,
A sweet oil, Xenocr.55, Sammelb.5747.8 (γλυκυέλ-), Gal.14.793.
Greek (Liddell-Scott)
γλυκέλαιον: τό, γλυκὺ ἔλαιον, Γαλην. 2, 398 b.
τό,
A sweet oil, Xenocr.55, Sammelb.5747.8 (γλυκυέλ-), Gal.14.793.
γλυκέλαιον: τό, γλυκὺ ἔλαιον, Γαλην. 2, 398 b.