ατος, τό,
A loud wailing, γραῶν Arr.Epict.2.16.39 (pl.).
[Seite 307] τό, das Beweinen, Klagelied, Arr. Epict. 2, 16, 39.
ἀπόκλαυμα: τό, θρηνολόγημα, κλαυθμός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 39: ― ὡσαύτως, ἀπόκλαυσις, εως, ἡ, Ὠριγέν.